- ζῶντος
- ζάωpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Cursus publicus — The cursus publicus (Greek: δημόσιος δρόμος, public road/course ) was the state run courier and transportation service of the Roman Empire, later inherited by the Byzantine Empire. It was created by Emperor Augustus to transport messages,… … Wikipedia
SECTIO — in suppliciis olim frequens. Et quidem vel de flagellatione ante supplicium vox sumpta. Horatius de Mena, Od. 4. Epod. v. 11. Sectus flagellis hic Triumviralibus. Vel de quovis alio excarnificationis genere, ut τέμνειν apud Graecos, vide Arrianum … Hofmann J. Lexicon universale
απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… … Dictionary of Greek
γεώτυπος — ο άλλη ονομασία τής γεωγραφικής μορφής, δηλ. τής μορφής ζώντος οργανισμού, η οποία επικρατεί σε ορισμένη γεωγραφική ζώνη … Dictionary of Greek
είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
εισακούω — (AM εἰσακούω) ακούω κάποιον με ευμένεια, δέχομαι ευνοϊκά την παράκληση κάποιου («εισακούει τις παρακλήσεις μου», «εἰσάκουσον τής δεήσεώς μου») νεοελλ. εισακούομαι γίνονται δεκτές οι υποδείξεις μου μσν. 1. (για δίκη) γίνομαι δεκτός 2. ονομάζομαι… … Dictionary of Greek
επικατασκάπτω — ἐπικατασκάπτω (Α) 1. κατεδαφίζω, καταστρέφω 2. καταστρέφω επίσης 3. ρίχνω κάτι, γκρεμίζω κάτι πάνω σε κάποιον («ἐπισκάπτειν ἔτι ζῶντος τὴν γῆν», Δίον. Αλ.) … Dictionary of Greek
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
ζωντίμι — το (Μ ζωντίμιον και ζωντίμιν) ζώο, ζωντανό, κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ζων (γεν. ζώντος) με επίδραση των ουσ. σε ίμι(ον), πρβλ. αγρίμι, ψοφίμι] … Dictionary of Greek